- δεκεμβριανός
- -ή, -ό1. αυτός που γίνεται ή έγινε τον μήνα Δεκέμβριο («δεκεμβριανό χιόνι»)2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δεκεμβριανάτα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο τού 1944 μετά την κυβερνητική κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. < Δεκέμβριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. («Δεκεμβριανός νόμος, ο τής 30 Δεκ. 1893, ο περί χρεωκοπίας τής Ελλάδος»)].
Dictionary of Greek. 2013.